-
1 πορσυνω
1) готовить, приготовлять(δαῖτα Pind.; βίου τροφεῖα Soph.; τὰ ἐπιτήδεια Xen.)
π. χάριν τινί Eur. — оказывать услугу кому-л.;λέχος καὴ εὐνέν π. Hom. — (о женщине) разделять ложе2) причинять, устраивать(ἐχθροῖς ἐχθρά Aesch.; τοῖς πολεμίοις κακὰ π. ἢ ἑαυτῷ ἀγαθά Xen.)
ἐγώ εἰμ΄ ὅ πορσύνας τάδε Soph. — это я устроил3) передавать, сообщать(πρᾶγμα μέγα Soph.)
4) совершать, выполнять, делать(πόνον προκείμενον Eur.)
π. κατὰ δώματα HH. — вести домашнее хозяйство;ὡς τὸ τοῦ ποταμοῦ οὕτως ἐπορσύνετο Xen. — после того, как река в этом месте была таким образом подготовлена (для переправы);τὰ τοῦ θεοῦ π. Her. — справлять праздник в честь божества5) заботиться, окружать уходом(βρέφος Pind.)
6) почитать, чтить(Ὁμήρου ῥῆμα Pind.)
См. также в других словарях:
άλλος — η, ο (ΑΜ ἄλλος, η, ον) (ως αντωνυμία ή επίθετο) 1. αυτός που διακρίνεται από κάποιον ή κάποιους, που ήδη έχουν αναφερθεί ή υπονοηθεί 2. (ενάρθρως) ο άλλος, οι άλλοι αυτός ή αυτοί που απομένουν, οι υπόλοιποι 3. διαφορετικός, αλλιώτικος, άλλου… … Dictionary of Greek
αλλάζω — (Α ἀλλάσσω, αττ. ἀλλάττω και διαλεκτικά ἀλλάζω) Ι. (μτβ.) 1. κάνω κάτι διαφορετικό από ό,τι ήταν μέχρι τώρα, μεταβάλλω, αλλοιώνω, διαφοροποιώ 2. (αρχ. και μεσ.) δίνω ή παίρνω κάτι με αντάλλαγμα, ανταλλάσσω, κάνω ανταλλαγή 3. αντικαθιστώ,… … Dictionary of Greek
αλύω — ἀλύω και ἀλύω (Α) 1. είμαι βαθιά ταραγμένος, αναστατωμένος ή λυπημένος, βρίσκομαι εκτός εαυτού 2. είμαι πολύ συγκινημένος από χαρά 3. βρίσκομαι σε αμηχανία, έχω σαστίσει, δεν ξέρω τί να κάνω 4. νιώθω πλήξη, ανία 5. είμαι καταπονημένος 6. είμαι… … Dictionary of Greek
υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek